πηγεσιμαλλος

πηγεσιμαλλος
    πηγεσίμαλλος
    πηγεσί-μαλλος
    2
    (ῐ) [πήγνυμι] густорунный
    

(ἀρνειός Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πηγεσιμαλλος" в других словарях:

  • πηγεσίμαλλος — thick fleeced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσίμαλλος — ον, Α (για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγνυμι*, με παρέκταση εσι κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] …   Dictionary of Greek

  • πηγεσίμαλλον — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem acc sg πηγεσίμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσιμάλλων — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσιμάλλῳ — πηγεσίμαλλος thick fleeced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγεσίμαλλα — πηγεσίμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγόμαλλος — ον, Μ πηγεσίμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγός + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»